- ήλος
- (I)(AM ἧλοςΑ και δωρ. τ. άλος)1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη στερεά σύνδεση μεταλλικών ή ξύλινων κομματιών ή εξαρτημάτων, το καρφί2. οποιοδήποτε διακοσμητικό στοιχείο που μοιάζει με καρφί ή με κεφάλι καρφιού («καρφιά μαλαματένια», «σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον»)3. κάλος, ρόζος στα χέρια ή στα πόδια τού ανθρώπου4. αδενώδες εξόγκωμα σε βλαστούς ή κλάδους φυτών5. φρ. «ὁ τύπος τῶν ἥλων» — το αποτύπωμα από τα καρφιά, η απτή απόδειξηνεοελλ.φρ. «ήλος υστερικός» — έντονο άλγος εντοπισμένο σε ορισμένο σημείο τού σώματοςαρχ.1. η πηγή τής οργής2. φρ. «ἥλω ἐκκρούειν τὸν ἧλον» — να χτυπάς, να προσπαθείς να βγάλεις το καρφί με άλλο καρφί, να χρησιμοποιείς και συ τα ίδια σκληρά μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφισβητείται η ύπαρξη αρχικού F. Η απουσία συναιρέσεως στον ομηρ. τ. αργυρόηλος οφείλεται είτε στο F (< *αργυρό-Fηλος) είτε σε μετρικούς λόγους. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *Fαλ-νος ή *Fαλ-σος και συνδέεται με τα λατ. vallus «πάσσαλος» και vallum «χαράκωμα (από πασσάλους)».ΠΑΡ. αρχ. ηλάριον, ηλίτης, ηλώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηλοειδής, ηλοπαγήςαρχ.ηλόκεντρον, ηλοκοπικός, ηλοκόπον, ηλοκόπος. ηλοκοπώ, ηλοποιός, ηλότυποςαρχ.-μσν.ηλόπληκτοςμσν.ηλουργικός, ηλουργόςνεοελλ.ηλοθήκη, ηλόνυξη, ηλοπάτημα, ηλόταρσος, ηλοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. αργυρόηλος, μακρόηλος, χρυσόηλος].————————(II)ἦλος, ὁ (Α)άγονος τόπος.
Dictionary of Greek. 2013.